- πυρανόζη
- η, Νσυν. στον πληθ. οι πυρανόζες(βιοχ.) γενική ονομασία τών ημιακεταλών, κυκλικών ισομερών τών οζών, στις οποίες ο δακτύλιος περιλαμβάνει 6 μικρές αλυσίδες και προέρχεται από το πυράνιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyranose < pyran (βλ. πυράνιο) + κατάλ. τής χημ. ορολογίας -ose].
Dictionary of Greek. 2013.